διόφθαλμος, -ή, -ό
δiο΄fthalmos, -i΄, -o΄
binoculaire
bαϊνόκιουλαρ
Ερμηνεία:
Αυτός που διαθέτει δύο οφθαλμούς, όπως τα περισσότερα από τα ζώα. Αυτός που ανήκει στους δύο οφθαλμούς. Αυτός που χρησιμοποιεί αμέσως και τους δύο οφθαλμούς, όπως στη διόφθαλμη όραση. Ο προσαρμοσμένος να χρησιμοποιεί και τους δύο οφθαλμούς, όπως το διόφθαλμο μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο, τα διόφθαλμα γυαλιά. Η όραση ενός ειδώλου γίνεται με τα δύο μάτια ταυτόχρονα, καθώς ο εγκέφαλος συνήθως προσλαμβάνει ένα είδωλο με αμφότερους τους οφθαλμούς, ταυτόχρονα.
Ο εγκέφαλος συνδυάζει τα δύο είδωλα σε ένα και δημιουργεί την όραση. Εντούτοις, τα είδωλα που προσλαμβάνει ο εγκέφαλος από τους οφθαλμούς διαφέρουν ελαφρώς το ένα από το άλλο. Αυτές τις διαφορές ο εγκέφαλος τις αξιοποιεί για να επεξεργαστεί πόσο μακριά είναι το ένα αντικείμενο από το άλλο. Αυτό ονομάζεται αντίληψη βάθους (depth perception). Αυτό βοηθάει επίσης στην αντίληψη από ένα άτομο, του πόσο γρήγορα ένα αντικείμενο κινείται προς αυτό, ερχόμενο από μακριά.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Binocular Vision. Randolph Blake, Hugh Wilson. Vision Res. Author manuscript; available in PMC 2012 April 13.
Published in final edited form as: Vision Res. 2011 April 13; 51(7): 754–770. Published online 2010 October 15. doi: 10.1016/j.visres.2010.10.009
Published in final edited form as: Optom Vis Sci. 2010 August; 87(8): 526–531. doi: 10.1097/OPX.0b013e3181e61a88
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Οφθαλμολογία:
|